-
1 проспать
проспать 1) κοιμούμαι· \проспать до утра κοιμούμαι ως το πρωί 2) (не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικά; я \проспатьл и опоздал на поезд άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο* * *1) κοιμούμαιпроспа́ть до утра́ — κοιμούμαι ως το πρωί
2) ( не проснуться вовремя) παρακοιμάμαι, κοιμάμαι υπερβολικάя проспа́л и опозда́л на по́езд — άργησα να ξυπνήσω και έχασα το τρένο